- ξεμυαλισμένος
- baştan çıkmış
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
ξεμυαλίζομαι — ξεμυαλίζομαι, ξεμυαλίστηκα, ξεμυαλισμένος βλ. πίν. 34 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ξεμυαλίζω — ξεμυάλισα, ξεμυαλίστηκα, ξεμυαλισμένος 1. κάνω κάποιον να χάσει το μυαλό του, το λογικό, τη σύνεση, ξελογιάζω: Τον ξεμυάλισε μια μελαχρινή. 2. αποπλανώ, διαφθείρω, ξεμαυλίζω: Ξεμυαλίστηκε με τις κακές παρέες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)